- εὐσάρκωσις
- εὐσάρκ-ωσις, εως, ἡ,A = εὐσαρκία, Hp.Acut.(Sp.) 29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσάρκωσις — εὐσάρκωσις, ἡ (Α) [ευσαρκόω, ώ] η ευσαρκία, η καλή κατάσταση τού σώματος … Dictionary of Greek
εὐσαρκώσιος — εὐσάρκωσις Acut. (Sp.) fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)